- φονόρυτος
- φονό-ρῠτος, ον,A blood-reeking, Id.Th.938 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φονόρυτος — και, για μετρικούς λόγους, φονόρρυτος, ον, Α αυτός που στάζει αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + ρυτος (< ῥυτός < ῥέω), πρβλ. αἱμό ρυτος, ἐλαιό ρυτος] … Dictionary of Greek
φονορύτῳ — φονόρυτος blood reeking masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)